- ἑκαβόλος
- ἑκᾱβόλος , ἑκηβόλοςattaining his aimmasc/fem nom sg (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εκηβόλος — ἑκηβόλος, ον και δωρ. τ. ἑκαβόλος, ον (Α) 1. αυτός που βάλλει από μακριά ή με ευστοχία 2. (για βλήμα) αυτό που ρίχνεται μακριά 3. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἑκηβόλος ο επιδέξιος τοξότης 4. φρ. «ἑκηβόλος μάχη» μάχη που διεξάγεται από μακριά … Dictionary of Greek